- πλεχτήριο
- τοεργοστάσιο ή εργαστήρι πλεχτικής: Το πλεχτήριο είναι ανοιχτό όλη την ημέρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πλεχτήριο — το, Ν βλ. πλεκτήριο … Dictionary of Greek
πλεκτήριο — και πλεχτήριο, το, Ν 1. χώρος στον οποίο είναι εγκατεστημένες πλεκτικές μηχανές 2. εργαστήριο πλεκτικής ή τμήμα κλωστοϋφαντουργικής βιομηχανίας όπου κατασκευάζονται πλεκτά ενδύματα με τη χρήση πλεκτικών μηχανών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλέκω + επίθημα… … Dictionary of Greek
πλεκτήριο — το βλ. πλεχτήριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)